- εὖμετρία
εὖμετρία, ἡ, schönes Maaß, Sp.; bei Aretaeus Mäßigkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖμετρία, ἡ, schönes Maaß, Sp.; bei Aretaeus Mäßigkeit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐμετρία — εὐμετρίᾱ , εὐμετρία good measure fem nom/voc/acc dual εὐμετρίᾱ , εὐμετρία good measure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετρία — εὐμετρία και ιων. τ. εὐμετρίη, ἡ (ΑΜ) [εύμετρος] 1. το καλό μέτρο, η καλή αναλογία, η συμμετρία 2. (στη στιχουργία) η ορθότητα τού μέτρου («οὐδὲ εὐμετρίαν ἔχει», Ευστ.) … Dictionary of Greek
εὐμετρίας — εὐμετρίᾱς , εὐμετρία good measure fem acc pl εὐμετρίᾱς , εὐμετρία good measure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετρίαν — εὐμετρίᾱν , εὐμετρία good measure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετρίης — εὐμετρία good measure fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՉԱՓՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 454 Chronological Sequence: 8c, 13c գ. εὑμετρία bona mensura, congruens modus Բարւոք չափ. համեմատութիւն. չափաւորութիւն. բարեձեւութիւն. վայելչութիւն. չափակցութիւն. ... *Բարեչափութիւն անդամոց՝ հանդերձ վայելուչ գունով՝ գեղեցկութիւն առնէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)