- εὖ-κήπευτος
εὖ-κήπευτος, im Garten leicht zu ziehen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-κήπευτος, im Garten leicht zu ziehen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηπευτός — cultivated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτός — ή, ό (ΑΜ κηπευτός, ή, όν) [κηπευω] (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
κηπευτόν — κηπευτός cultivated masc acc sg κηπευτός cultivated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῆς — κηπευτός cultivated fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτή — κηπευτός cultivated fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῷ — κηπευτός cultivated masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῶν — κηπευτής masc gen pl κηπευτός cultivated fem gen pl κηπευτός cultivated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήπευτος — η, ο (Α ἀκήπευτος, ον) αυτός που δεν καλλιεργείται σε κήπο, ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κηπευτὸς < κηπεύω] … Dictionary of Greek
ευκήπευτος — εὐκήπευτος, ον (ΑΜ) αυτός που καλλιεργείται καλά («ὁ φυτουργὸς τῶν εὐκηπεύτων δένδρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηπευτός (< κηπεύω)] … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek
κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… … Dictionary of Greek