- πυρ-δαής
πυρ-δαής, ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-δαής, ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] … Dictionary of Greek
ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] … Dictionary of Greek
πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] … Dictionary of Greek
ταχυδαής — ές, Μ αυτός που καίγεται γρήγορα, ταχυκαής* («ὅ,τι τῆς ὕλης ταχυδαές τε καὶ αὖον», Αγαθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δαής (< δάος < δαίω «καίω, ανάβω»), πρβλ. πυρ δαής] … Dictionary of Greek