- εὖ-ξυλο-εργός
εὖ-ξυλο-εργός, gut das Holz bearbeitend, πελεκήςωρ Han. 4, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ξυλο-εργός, gut das Holz bearbeitend, πελεκήςωρ Han. 4, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευξυλοεργός — εὐξυλοεργός, όν (Α) ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο εργός (< ξύλον + εργός < έργον), πρβλ. αγαθο εργός] … Dictionary of Greek
θρασυεργός — θρασυεργός, όν (Α) αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
νοσοεργός — νοσοεργός, όν (Α) αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
σκυτοεργός — ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + εργός (< ἔργον*), πρβλ. δολο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek