εὖ-πάτωρ

εὖ-πάτωρ

εὖ-πάτωρ, ορος, ὁ, = εὐπατρίδης, Aesch. Pers. 931; – gut als Vater, Man. 4, 86.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάτωρ — πά̱τωρ , πάτωρ possessor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτωρ — ὁ, Α κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ τού άχρηστου ενεστ. πάομαι* «κατέχω, είμαι κύριος» + επίθημα τωρ] …   Dictionary of Greek

  • θεοπάτωρ — θεοπάτωρ, ορος, ὁ (AM) (για τον Δαβίδ και τους γονείς τής θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας τού θεού, ο πρόγονος τού θεού αρχ. ο γιος τού θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ,… …   Dictionary of Greek

  • ιεροπάτωρ — ἱεροπάτωρ, ὁ (Μ) άγιος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ, θεο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπάτωρ — καλλιπάτωρ, ορος, ὁ (AM) μσν. (για Πατέρες τής Εκκλησίας) ένδοξος, σεπτός Πατέρας αρχ. αυτός που έχει ένδοξο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. κοινο πάτωρ, μεγιστο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κλωποπάτωρ — κλωποπάτωρ, ορός ὁ (Α) παιδί τού οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + πός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο πάτωρ, χρυσο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπάτωρ — κοινοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ, ψευδο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • προπάτωρ — ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν 1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης (α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.) 2. πληθ. οι προπάτορες α) οι πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ β) (γενικά) οι …   Dictionary of Greek

  • ευπάτωρ — εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης 2. καλός πατέρας 3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῑος ὁ εὐπάτωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λιποπάτωρ — λιποπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ, τρός), πρβλ. φιλο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”