- εὖ-πιθής
εὖ-πιθής, ές, = εὐπειϑής, Aesch. Ag. 955 Prom. 333.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-πιθής, ές, = εὐπειϑής, Aesch. Ag. 955 Prom. 333.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek