- εὖ-πεψία
εὖ-πεψία, ἡ, gute, leichte Verdauung, Arist. part. anim. 2, 3. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-πεψία, ἡ, gute, leichte Verdauung, Arist. part. anim. 2, 3. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποπεψία — η, Ν ιατρ. η μείωση τής πεπτικής ικανότητας τού γαστρικού υγρού, η οποία εκδηλώνεται με μη φυσιολογικές ζυμώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πέψη + κατάλ. ία (πρβλ. υπερ πεψία)] … Dictionary of Greek