- εὖ-παρά-κλητος
εὖ-παρά-κλητος, leicht zu bewegen, πρὸς τὸν λόγον Plat. ep. VII, 328 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-παρά-κλητος, leicht zu bewegen, πρὸς τὸν λόγον Plat. ep. VII, 328 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαράκλητος — εὐπαράκλητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια 2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα 3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α παράκ λητος, δυσ παρά κλητος)] … Dictionary of Greek