εὔ-θηλος

εὔ-θηλος

εὔ-θηλος, mit gutem, vollem Euter, πόρις Eur. Bacch. 737; I. A. 579; μαστὸς ϑεᾶς, der Göttinn volle Brust, Lyc. 1328.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) …   Dictionary of Greek

  • νεόθηλος — νεόθηλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοθηλής* (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηλος (< θηλή), πρβλ. εύ θηλος] …   Dictionary of Greek

  • SI Deus — si Dea, formula verus, tum alias, tum in evocationibus Deorum tutelarium, ex urbibus obsessis, usitata Romanis, occurrit apud A. Gellium l. 2. c. 28. Veteres Romani ubi terram movisse senserant, nuntiatumve erat, ferias eius rei causâ edictô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

  • ομόθηλος — ὁμόθηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θηλή (πρβλ. νεό θηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”