εὔ-ληκτος

εὔ-ληκτος

εὔ-ληκτος, bald aufhörend, Luc. Tragod. 324.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» …   Dictionary of Greek

  • ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόληκτος — ὁμοιόληκτος, ον (Α) ομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ληκτος (< λήγω), πρβλ. εύ ληκτος] …   Dictionary of Greek

  • σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνόληκτος — η, ο, Ν (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμφωνόληκτα γραμμ. τα ονόματα και τα ρήματα στα οποία το τελευταίο γράμμα τού θέματος, ο χαρακτήρας, είναι σύμφωνο, λ.χ. φύλακ ος, από ονομ. φύλαξ, και φέρ ω, γράφ ω κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφωνο + ληκτος… …   Dictionary of Greek

  • υγρόληκτος — και υγρόληχτος, η, ο, Ν γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ ω, διαφθείρ ω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι.… …   Dictionary of Greek

  • φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύληκτος — εὔληκτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω) …   Dictionary of Greek

  • οξύληκτος — η, ο αυτός που απολήγει σε οξύ, αιχμηρό άκρο, σουβλερός («οξύληκτο ρύγχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ληκτος (< λήγω)] …   Dictionary of Greek

  • πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”