- εὔ-θηξ
εὔ-θηξ, ηγος, = εὔϑηκτος, B. A. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-θηξ, ηγος, = εὔϑηκτος, B. A. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοθήξ — νεοθήξ, ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, αγος, ὁ και ἡ (Α) νεόθηκτος* («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλο θήξ] … Dictionary of Greek
φιλοθήξ — θῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που συχνά ακονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο θήξ] … Dictionary of Greek