- εὔ-οδμος
εὔ-οδμος, ion. u. ep. = εὔοσμος, wohlriechend; Pind. frg. 45; Theocr. 2, 23. 17, 29 u. a. sp. D., wie μύρα, πέταλα, Pall. 4 (XI, 54) Strat. 37 intr, 1951 Crinag. 37 (VII, 401); einmal auch bei Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-οδμος, ion. u. ep. = εὔοσμος, wohlriechend; Pind. frg. 45; Theocr. 2, 23. 17, 29 u. a. sp. D., wie μύρα, πέταλα, Pall. 4 (XI, 54) Strat. 37 intr, 1951 Crinag. 37 (VII, 401); einmal auch bei Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύοδμος — εὔοδμος, ον (Α) εύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οδμος (< οδμή, αρχικός τ. τού οσμή) πρβλ. άν οδμος, βαρύ οδμος, δύσ οδμος] … Dictionary of Greek
ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] … Dictionary of Greek
αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… … Dictionary of Greek
δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] … Dictionary of Greek