εὔ-οφρυς

εὔ-οφρυς

εὔ-οφρυς, mit schönen Augenbrauen, Rufin. 19 (V, 76).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφρῦς — ὀφρύς fem acc pl ὀφρύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ὀφρύς — ὀφρύ̱ς , ὀφρύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρῦν — ὀφρύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύες — ὀφρύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύος — ὀφρύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύσι — ὀφρύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύσιν — ὀφρύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύων — ὀφρύς fem gen pl ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”