εὔ-ορκος

εὔ-ορκος

εὔ-ορκος, richtig, nicht falsch schwörend, den Eid haltend, Hes. O. 283; εἴς τινα, Eur. Med. 495; Ar. Plut. 61; καὶ ὅσιος Plat. Rep. II, 363 d; Xen. Hell. 2, 4, 42; oft bei den Rednern, von Sachen, mit einem Eide, dem Eide angemessen, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; γενήσεται ὑμῖν 5, 85; τὰ δίκαια καὶ τὰ εὔορκα ψηφίσασϑαι Is. 2 extr.; εὐορκοτέραν ψῆφον ϑήσεσϑε, eine dem Eide angemessene Stimme, Dem. 29, 4; im superl., Andoc. 1, 8; Lys. 19, 11; εὔορκον εἶναι, c. inf., Thuc. 5, 18. 23, es sei unbeschadet des Eides erlaubt zu thun. – Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει Aesch. Ch. 979; ὑπισχνεῖται, mit einem Eide, Hdn. 5, 4, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὅρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”