- εὔ-θρεπτος
εὔ-θρεπτος, wohlgenährt, im compar., E. M., neben εὐϑαλέστερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-θρεπτος, wohlgenährt, im compar., E. M., neben εὐϑαλέστερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρεπτός — θρεπτός, ή, όν (Α) [τρέφω] 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ θρεπτός και ἡ θρεπτή ο δούλος που έχει ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του 2. υιοθετημένο βρέφος 3. οικόσιτος μαθητής … Dictionary of Greek
θρεπτός — slave bred in the house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτά — θρεπτός slave bred in the house neut nom/voc/acc pl θρεπτά̱ , θρεπτός slave bred in the house fem nom/voc/acc dual θρεπτά̱ , θρεπτός slave bred in the house fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτῶν — θρεπτός slave bred in the house fem gen pl θρεπτός slave bred in the house masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτόν — θρεπτός slave bred in the house masc acc sg θρεπτός slave bred in the house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπταί — θρεπτός slave bred in the house fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτοῖς — θρεπτός slave bred in the house masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτοί — θρεπτός slave bred in the house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτοῦ — θρεπτός slave bred in the house masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτούς — θρεπτός slave bred in the house masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτή — θρεπτός slave bred in the house fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)