- εὔ-μηλος
εὔ-μηλος, mit guten Schaafen, schaafreich, Od. 15, 406 H. Apoll. 54; Ἀρκαδία Pind. Ol. 6, 100; Theocr. 22, 157 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-μηλος, mit guten Schaafen, schaafreich, Od. 15, 406 H. Apoll. 54; Ἀρκαδία Pind. Ol. 6, 100; Theocr. 22, 157 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μῆλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
Μήλος — Sp Milas Ap Μήλος/Milos L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μήλος — η νησί των Κυκλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μῆλον — Μῆλος masc acc sg Μῆλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλω — Μῆλος masc/neut nom/voc/acc dual Μῆλος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλων — Μῆλος fem gen pl Μῆλος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλέων — Μῆλος masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆλα — Μῆλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆλαι — Μῆλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλη — Μῆλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)