εὔνοστος

εὔνοστος

εὔνοστος, , Schutzgottheit der Mühlen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Εὔνοστος — Good Yield masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνοστος — Good Yield fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …   Dictionary of Greek

  • Εὐνόστου — Εὔνοστος Good Yield masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόστου — εὔνοστος Good Yield fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόστῳ — Εὔνοστος Good Yield masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόστῳ — εὔνοστος Good Yield fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔνοστον — Εὔνοστος Good Yield masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνοστον — εὔνοστος Good Yield fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eunostos (Gottheit) — Eunostos (griechisch Εὔνοστος, lateinisch Eunostus) war in der antiken griechischen Religion die Schutzgottheit der Getreidemühlen. Die älteste Quelle, in dem die weibliche Gottheit erwähnt wird, ist das Onomastikon des Iulius Pollux (2.… …   Deutsch Wikipedia

  • εύμνοστος — η, ο και έμνοστος, η, ο (Μ εὔμνοστος, ον και ἔμνοστος, ον και ἔμνοστος, η, ον) 1. νόστιμος, ωραίος, χαριτωμένος, ελκυστικός 2. (για φρούτα) εύγευστος, νόστιμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμνοστον η ευμνοστία, η ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. έμνοστος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”