- εὔ-μαλλος
εὔ-μαλλος, schönwollig, μίτρα Pind. I. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-μαλλος, schönwollig, μίτρα Pind. I. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… … Dictionary of Greek
Μαλλός — flock of wool masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλός — flock of wool masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλλοῖς — Μαλλός flock of wool masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλοῖς — μαλλός flock of wool masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλλοῖσιν — Μαλλός flock of wool masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλοῖσιν — μαλλός flock of wool masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλλοί — Μαλλός flock of wool masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλοί — μαλλός flock of wool masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλλοῦ — Μαλλός flock of wool masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλοῦ — μαλλός flock of wool masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)