- πυριᾱτός
πυριᾱτός, durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριᾱτός, durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριατός — ή, όν, Α [πυριῶ] 1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος» … Dictionary of Greek
πυριατόν — πυριατός heated in masc acc sg πυριατός heated in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριατούς — πυριατός heated in masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριατή — πυριατός heated in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάτη — ἡ, Α το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. τού ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek