- εὔ-κολλος
εὔ-κολλος, δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-κολλος, δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλος — κόλλος, τὸ (Α) το κάλλαιον, το λειρί, το λοφίο τού πετεινού … Dictionary of Greek
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
κατάκολλος — κατάκολλος, ον (Α) ο αναμεμιγμένος με κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ κολλος, παρά κολλος] … Dictionary of Greek
λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] … Dictionary of Greek
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek
πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… … Dictionary of Greek
παράκολλος — ον, Α 1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο 2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
πρόσκολλος — ον, Α προσκολλητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος] … Dictionary of Greek
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek
χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] … Dictionary of Greek
αμφίκολλος — ἀμφίκολλος, ον (Α) ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κολλος < κόλλα] … Dictionary of Greek