εὔ-ζηλος

εὔ-ζηλος

εὔ-ζηλος, wohl, im Guten nacheifernd, εὐζήλως μελετᾶν Cereal. 2 (XI, 144); aber Κρέουσα εὔζ., bei Nic. Al. 9, = ζηλωτή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζῆλος — jealousy neut nom/voc/acc sg ζῆλος jealousy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζῆλος — jealousy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • ζήλος — ο 1. μεγάλη προθυμία: Επέδειξε πρωτοφανή ζήλο. 2. ενδιαφέρον: Δεν πήρα την υπόθεση με ζήλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζήλω — Ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual Ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζῆλοι — Ζῆλος jealousy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῆλοι — ζῆλος jealousy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζῆλον — Ζῆλος jealousy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῆλον — ζῆλος jealousy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήλοιο — Ζῆλος jealousy masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήλοις — Ζῆλος jealousy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”