εὔ-κοσμος

εὔ-κοσμος

εὔ-κοσμος, wohlgeordnet; φυγή Aesch. Pers. 481; εὐνομία δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανϑοῖσι βοστρύχοισιν εὔκοσμος κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσϑαι Plut. Dem. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κόσμος νοερός —         (kosmos noeros) (греч.) космос мыслящий (интеллектуальный). В неоплатонизме бытие, жизнь и мышление, воспроизводящие мир идей. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл …   Философская энциклопедия

  • Κόσμος νοητός —         (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • κόσμος — order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. — ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. См. По мне хоть трава не расти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο …   Dictionary of Greek

  • Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Космос — (Κόσμος) первоначально синоним порядка, гармонии, красоты , со временем стало обозначать мир или вселенную . По преданию, впервые назвал мир этим именем Пифагор, ввиду пропорциональности и гармонии его частей. Согласно с этим, у всех греческих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”