εὔ-γηρος

εὔ-γηρος

εὔ-γηρος, = εὐγήρως, Arist. H. A. 9, 11 im plur.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γήρος — γῆρος, το (Α) το γήρας …   Dictionary of Greek

  • γῆρος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήρει — γῆρος neut nom/voc/acc dual (attic epic) γήρεϊ , γῆρος neut dat sg (epic ionic) γῆρος neut dat sg γηράω grow old pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γηράω grow old imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήρους — γῆρος neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγηρος — κακόγηρος, ὁ (Α) κακός γέροντας ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρος, καλό γηρος] …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… …   Dictionary of Greek

  • σαπρόγηρος — ον, Μ (με επιτιμητική σημ.) σαπισμένος από τα γεράματα, βρομόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + γηρος (< γῆρας), πρβλ. καλό γηρος] …   Dictionary of Greek

  • σύγγηρος — ον, Α αυτός που γερνά μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

  • υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”