εὔ-γνητος

εὔ-γνητος

εὔ-γνητος, = εὐγενής, Philox. Ath. XV, 685 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίγνητες — ἴγνητες, οἱ (Α) (στη Ρόδο) οι αυθιγενείς, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά τους Τελχίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • εύγνητος — εὔγνητος, ον (Α) ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • ομόγνητος — ὁμόγνητος, ον θηλ. και ὁμογνήτη (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αδελφός ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη «γεννώ, παράγω» με μηδενισμένο το α φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • Name — Name, allgemein jede Benennung, im engern Sinn als Eigenname (Nomen proprium) die Bezeichnung eines einzelnen Wesens oder Dinges zur Unterscheidung von andern gleicher Ga nun g, und zwar insbes. die eines menschlichen Individuums (Personenname).… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • γνήσιος — α, ο (AM γνήσιος, α, ον) 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο 2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός 3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα 4. αληθινός, πραγματικός 5. ανόθευτος 6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο …   Dictionary of Greek

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”