- εὔ-γεως
εὔ-γεως, ων, att. = εὔγειος, Strab. (s. εὔγαιος) Ael. H. A. 5, 56; App. Civ. 4, 102 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-γεως, ων, att. = εὔγειος, Strab. (s. εὔγαιος) Ael. H. A. 5, 56; App. Civ. 4, 102 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόγεως — κακόγεως, ω, ὁ (Μ) (για τόπο) αυτός που έχει άγονο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεως (< γῆ), πρβλ. λευκό γεως, ξανθό γεως] … Dictionary of Greek
καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] … Dictionary of Greek
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
λιπόγεως — λιπόγεως, ων (Α) αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γεως (άλλη μορφή στην ιων. αττ. τού θ. τής λ. γῆ*), πρβλ. βαθύ γεως, λεπτό γεως] … Dictionary of Greek
λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… … Dictionary of Greek
ξανθόγεως — ξανθόγεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + γεως (< γαία), πρβλ. μεσό γεως, χρυσό γεως] … Dictionary of Greek
εύγεως — εὔγεως, ων (Α) ο εύγειος* («ἥ γε ἄλλη πεδιὰς καὶ εὔγεώς ἐστι πᾱσα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γεως (< γαία, γη), πρβλ. λεπτό γεως] … Dictionary of Greek
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] … Dictionary of Greek
ψαμμόγεως — ων, Α αυτός που έχει αμμώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + γεως (βλ. λ. γη), πρβλ. χρυσό γεως] … Dictionary of Greek
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek