- εὔ-ζωμον
εὔ-ζωμον, τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-ζωμον, τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωμόν — ζωμός soup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
MYES — Graece Μύες, appellatio ostrei margaritiseri: in quo genere, qui maiores sunt, μύακες dicebantur, ut minores μυΐσκοι vel μυΐςκαι, Lantine mytili, non musculi, ut quidam reddunt. Unde miratur Salmas. Ennium in Hedypatheticis, cum versus… … Hofmann J. Lexicon universale
THAPSIA — Graece θαψία, herba serulacea, foliis foenicali, inani caule fodientibus nocet: si minima aspiret aura, intumescunt corpora, faciemque invadunt ignes sacri: ob id cerato prius illinunt in Asrica est vehementifsima. Quidam caulem incidunt per… … Hofmann J. Lexicon universale
εποψώμαι — ἐποψῶμαι, άομαι (Α) 1. τρώω κάτι μαζί με το ψωμί («τοῡτον δεῑ τὸν ζωμόν... ἐποψᾱσθαι») 2. τρώω το φαγητό μου μέσα σε... («ἐποψῶμαι τρυβλίῳ εὐτελεῑ» τρώω το φαγητό μου μέσα σε φτωχικό πιάτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οψώμαι «τρώγω ως προσφάι» (<… … Dictionary of Greek
ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… … Dictionary of Greek
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
κνισώ — κνισῶ, άω και όω (Α) [κνίσα] 1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα 2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν. β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.) 3. παθ. κνισοῡμαι, όομαι α) αναδίδω κνίσα… … Dictionary of Greek
μελίζωμον — μελίζωμον, τὸ (Α) ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ ζωμον)] … Dictionary of Greek