- εὔ-κρῑθος
εὔ-κρῑθος, gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-κρῑθος, gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίθος — ο (Μ κρίθος) νεοελλ. μεγάλος κόκκος ή μεγάλο στέλεχος κριθαριού μσν. 1. το κριθάρι 2. ο καρπός τού κριθαριού 3. το κριθαράκι τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή, με αναβιβασμό τού τόνου και αλλαγή τού γένους, αναλογικά προς το ουσ. σίτος] … Dictionary of Greek
εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] … Dictionary of Greek
ισόκριθος — ἰσόκριθος, ον (Α) ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῡ δ οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος] … Dictionary of Greek
πολύκριθος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος, ομοιό κριθος] … Dictionary of Greek
ετεόκριθος — ἐτεόκριθος, ἡ (Α) το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + κριθος < κριθή (πρβλ. εύ κριθος)] … Dictionary of Greek
ομοιόκριθος — ὁμοιόκριθος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος] … Dictionary of Greek