εὔ-κρητος

εὔ-κρητος

εὔ-κρητος, ion. = εὔκρατος, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρητός — Κρής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλώς — Κατά τη μυθολογία, γιος της Πέρδικας, αδελφής του Δαίδαλου, εγγονός του Μητίωνα, δισέγγονος του Ερεχθέα. Όταν έγινε 12 χρόνων, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον Δαίδαλο. Άξιος και ευφυής όπως ήταν, γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Εφεύρε το… …   Dictionary of Greek

  • AUTOCHTHONES — populi, qui non alio referunt originem suam; verum ex ipso solo nati videri volunt. Latini Indigenas vocant. Ita quidem Scaliger, qui Αὐτόχθονα et Γηγενῆ eundem vult esle. Unde Marcianum Heracleotem de Ephoro, Cretem αὐτόχθονα vocantem, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHARICUM Venenum — apud Interpretem Nicandri Ι῾ςτορε̑ι δε Πραξαγόρας κληθῆναι αὐτὸ ἀπὸ Φαρικοῦ τινὸς Κρητὸς τοῦ ἐξευρόντος αὐτὸ, Narrat autem Praxagoras, vocari illud a Pharico quodam Cretensi, inventore suo: Phariatum dicitur Athenaeo l. 3. cum Medico seu Medeae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρήσιος — κρήσιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κρήτη ή στους Κρήτες, κρητικός («πέλαγος Κρήσιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρή σιος < *κρήτ ιος, με συριστικοποίηση, < θ. Κρητ (τού Κρης, Κρητός) + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

  • χαλίκρητος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + κρητος / κρᾶτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ κρατος] …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”