εὔ-κρεκτος

εὔ-κρεκτος

εὔ-κρεκτος, wohl geschlagen, μίτοι, vom Webeschiff wohlgeschlagene Aufzugsfäden, Antp. Sid. 22 (VI, 174). Aber φόρμιγξ = gut gespielt, wohltönend, Ap. Rh. 4, 1194.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεκτός — κρεκτός, ή, όν (Α) [κρέκω] (για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που κρούεται με πλήκτρο …   Dictionary of Greek

  • κρεκτόν — κρεκτός struck so as to sound masc acc sg κρεκτός struck so as to sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεκτοῖς — κρεκτός struck so as to sound masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεκτοῖσι — κρεκτός struck so as to sound masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκρεκτος — ον, Α αυτός που ηχεί πολύ, που ηχεί συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεκτός (< κρέκω «ηχώ, αναδίδω οξύ ήχο»), πρβλ. εύ κρεκτος] …   Dictionary of Greek

  • εύκρεκτος — εὔκρεκτος, ον (Α) 1. (για έγχορδο όργανο) αυτός που πλήττεται καλά 2. (για ύφασμα ή για τις κλωστές τού στημονιού) ο καλοϋφασμένος, ο πλεγμένος καλά («εὐκρέκτους... μίτους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρεκτός (< κρέκω «χτυπώ με το… …   Dictionary of Greek

  • κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”