- εὔ-βυρσος
εὔ-βυρσος, von gutem Leder, Erkl. von εὔρινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1299.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-βυρσος, von gutem Leder, Erkl. von εὔρινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1299.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύβυρσος — εὔβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος, πολύ βυρσος] … Dictionary of Greek
λεπτόβυρσος — λεπτόβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. εύ βυρσος, ωμό βυρσος] … Dictionary of Greek
πολύβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό βυρσος] … Dictionary of Greek
τετράβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. πολύ βυρσος] … Dictionary of Greek
ωμόβυρσος — ον, Α ὠμοβύρσινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος] … Dictionary of Greek