εὔ-χῡλος

εὔ-χῡλος

εὔ-χῡλος, mit guten Säften, saftreich, Theophr., von Pflanzen; wohlschmeckend, bei Ath. VII, 282 d u. öfter. – Adv. εὐχύλως, saftreich, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο 1. πολτός από αλεύρι ή άλλη ουσία, κουρκούτι, είδος φαγητού που γίνεται με το βράσιμο νερού και αλευριού: Στη γερμανική Κατοχή ο χυλός ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες τροφές. 2. παροιμ., «Όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», λέγεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυλός — χῡλός , χυλός juice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] …   Dictionary of Greek

  • μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • γαλαξία — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * γαλαξία, η (Α) [Γαλάξια] χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη… …   Dictionary of Greek

  • ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύχυλος — η, ο / πολύχυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυλό, πολύ ζουμερός αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να λάβει μεγάλη έκταση, μεγάλη διάχυση, πολύχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • χυλόν — τὸ, Μ χυλός από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • сок — I I, род. п. а; также заболонь дерева , колымск. (Богораз), укр. сiк, род. п. соку, блр. сок, др. русск., ст. слав. сокъ χυλός (Супр.), болг. сок, сербохорв. со̑к, род. п. со̏ка, словен. sọ̑k, род. п. sо̣̑kа, sоkа̑, польск. sok, в. луж., н. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”