εὔ-χλοος

εὔ-χλοος

εὔ-χλοος, zsgzgn εὔχλους, bei Soph. O. C. 1596 Beiname der Demeter, die Alles grünen macht (s. χλόη). – Sonst = schön grünend, Opp. H. 1, 132 u. a. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλόος — greenish yellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλόος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χλοῡς …   Dictionary of Greek

  • χλόον — χλόος greenish yellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχλους — εὔχλους, ουν και εὔχλοος, οον (Α) 1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση 2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χλους (< χλοος < χλόη), πρβλ. ά χλοος, κακό χλοος] …   Dictionary of Greek

  • μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόχλοος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) κιτρινοπράσινος, ξανθόχλους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] …   Dictionary of Greek

  • υδατόχλοος — ον, Α αυτός που έχει το κυανό ή πράσινο χρώμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χλοος (< χλόη), πρβλ. σμαραγδό χλοος] …   Dictionary of Greek

  • υπόχλοος — ον, Α κιτρινωπός ή πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ἐπί χλοος] …   Dictionary of Greek

  • Flora — FLORA, æ, Gr. Χλωρὶς, ίδος. 1 §. Namen. Der lateinische Namen. Flora kömmt von dem griechischen. χλωρὶς her, indem das X in ein F verwandelt ist; Ovid. Fast. V. 195. Hingegen aber stammet χλωρὶς von χλόος ab, welches die grüne Farbe der Kräuter… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”