εὔ-χυτος

εὔ-χυτος

εὔ-χυτος, leicht aufzulösen, Sp. Bei Schol. Il. 18, 612 Erkl. von ἑανός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χυτός — poured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …   Dictionary of Greek

  • χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτούς — χυτός poured masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”