εὔ-φρων

εὔ-φρων

εὔ-φρων, ον, 1) gutes, frohes, heiteres Sinnes, Il. 15, 99; ϑυμός Od. 17, 531; Soph. frg. 517; Pind. u. a. D. – 2) erfreuend, erheiternd, angenehm, οἶνον ἐΰφρονα καρπὸν ἀρούρης Il. 3, 246, wie Hes. O. 774; εὔφρων πόνος εὖ τελέσασι Aesch. Ag. 780; ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας 1559; χαίρουσ' εὔφρονι μολπῇ Eur. Alc. 590, vgl. Troad. 547 Cycl. 505. – 3) wohlwollend, gnädig, ϑεὸς εὔφρων εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 13, vgl. 2, 16; Ἀπόλλων ἐμοὶ ξυνείης διὰ παντὸς εὔφρων Soph. Ai. 691 ch., vgl. El. 158; ϑεὸς γὰρ οὐκ ἤχϑηρεν ὡς εὔφρων ἔφυ Aesch. Pers. 758; ψῆφον εὔφρον' ἔϑεντο Suppl. 631, öfter; sp. D., εὔφρονες δαίμονες Ap. Rh. 4, 1411. – 41 πῶς εὔφρον' εἴπω, verständig, Aesch. Ch. 80, vgl. Suppl. 373; εἴϑ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Ch. 193, hell, leicht zu verstehen. – Adv. εὐφρόνως, heiter, froh, Pind. P. 10, 40; verständig, λέγειν Aesch. Ag. 342; wohlwollend, 823; Eur. Hipp. 793.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρῶν — φράζω point out fut part act masc voc sg φράζω point out fut part act neut nom/voc/acc sg φράζω point out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φρέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …   Dictionary of Greek

  • επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… …   Dictionary of Greek

  • ευθυδικόφρων — εὐθυδικόφρων, ον (Μ) αυτός που κρίνει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύδικος + φρων < θ. φρέν τού φρην, φρενός (πρβλ. ά φρων, εχέ φρων)] …   Dictionary of Greek

  • ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] …   Dictionary of Greek

  • ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] …   Dictionary of Greek

  • εχθρόφρων — ἐχθρόφρων, ον (Α) (κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] …   Dictionary of Greek

  • ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] …   Dictionary of Greek

  • ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”