- εὔ-τοξος
εὔ-τοξος, φαρέτρη, mit schönen Bogen od. Pfeilen, Secund. 1 (Plan. 214).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-τοξος, φαρέτρη, mit schönen Bogen od. Pfeilen, Secund. 1 (Plan. 214).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
χαλκότοξος — ον, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
οβριμότοξος — ὀβριμότοξος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + τόξος (< τόξο), πρβλ. λαμπρό τοξος] … Dictionary of Greek
χρυσότοξος — ον, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος] … Dictionary of Greek
ομότοξος — ὁμότοξος, ον (Α) αυτός που έχει όμοιο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τόξον (πρβλ. μεγαλό τοξος)] … Dictionary of Greek