πυργο-δόμος

πυργο-δόμος

πυργο-δόμος, Thürme erbauend, Nonn. D. 5, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικοδόμος — ο (Α οικοδόμος) αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.) νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός») 2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης …   Dictionary of Greek

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

  • τειχοδόμος — ὁ, Α οικοδόμος τείχους ή τειχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο δόμος, πυργο δόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”