Ταρσός — frame of wicker work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρσός — frame of wicker work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
ταρσός — ο το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 11 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού … Dictionary of Greek
Κάτω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού … Dictionary of Greek
ταρροί — ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρροῦ — ταρσός frame of wicker work masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρόν — ταρσός frame of wicker work masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρός — ταρσός frame of wicker work masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)