Τρητός — perforated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρητός — perforated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρητός — ή, όν, Α γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν» [πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek
τρητά — τρητός perforated neut nom/voc/acc pl τρητά̱ , τρητός perforated fem nom/voc/acc dual τρητά̱ , τρητός perforated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρητῶν — τρητός perforated fem gen pl τρητός perforated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρητόν — τρητός perforated masc acc sg τρητός perforated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТРЕТОН, ТРЕТ — •Τρητός,Τρητόν, горная цепь на юге от Немеи и Клеон, получившая название "пробуравленной" от множества пещер, в одной из которых будто бы жил немейский лев. Hesiod. theod. 331 … Реальный словарь классических древностей
Третон — • Τρητός,Τρητόν, горная цепь на юге от Немеи и Клеон, получившая название «пробуравленной» от множества пещер, в одной из которых будто бы жил немейский лев. Hesiod. theog. 331. Diod. Sic. 4, 11 … Реальный словарь классических древностей
Τρητοῖο — Τρητός perforated masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρητοῖο — τρητός perforated masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρητοῖς — Τρητός perforated masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)