τρεπτός — liable to be turned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτός — ή, όν, ΜΑ [τρέπω] ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
τρεπτά — τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc pl τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc/acc dual τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτῶν — τρεπτός liable to be turned fem gen pl τρεπτός liable to be turned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτόν — τρεπτός liable to be turned masc acc sg τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπταῖς — τρεπτός liable to be turned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπταί — τρεπτός liable to be turned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοῖς — τρεπτός liable to be turned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοί — τρεπτός liable to be turned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοῦ — τρεπτός liable to be turned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτούς — τρεπτός liable to be turned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)