- εὔ-σμηκτος
εὔ-σμηκτος, wohl abgeputzt, σίδηρος Maxim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σμηκτος, wohl abgeputzt, σίδηρος Maxim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηκτός — ή, όν, Α [σμήχω] αυτός που έχει επαλειφθεί με σαπούνι … Dictionary of Greek
σμηκτή — σμηκτός smeared fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] … Dictionary of Greek
εΰσμηκτος — ἐΰσμηκτος, ον (Α) καθαρισμένος καλά, ο καθαρός («ἐΰσμηκτος σίδηρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σμηκτός (< σμήχω «καθαρίζω»)] … Dictionary of Greek