- πυρι-λαμπής
πυρι-λαμπής, ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-λαμπής, ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεολαμπής — θεολαμπής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει θεία λάμψη («θεολαμπεῖς ἀρεταί», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, υπο λαμπής] … Dictionary of Greek
κοσμολαμπής — ές (Μ) αυτός που φωτίζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] … Dictionary of Greek
σαρκολαμπής — ές, Μ αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] … Dictionary of Greek
φλογολαμπής — ές, Α (για τον πλανήτη Άρη) αυτός που φλέγεται εκπέμποντας λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] … Dictionary of Greek
φωτολαμπής — ές, Α αυτός που λάμπει από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φλογο λαμπής] … Dictionary of Greek
πυριλαμπής — ές, Α αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῑς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι λαμπής, φωτολαμπής] … Dictionary of Greek