- εὔ-στοος
εὔ-στοος πόλις, mit schönen Hallen, En. ad. (App. 336).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-στοος πόλις, mit schönen Hallen, En. ad. (App. 336).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράστοος — η, ο / τετράστοος, ον, ΝΑ 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στοές 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τετράστοο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στοος (< στοά), πρβλ. τρί στοος] … Dictionary of Greek
τρίστοος — ον, Α (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τρεις στοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στοος (< στοά), πρβλ. τετρά στοος] … Dictionary of Greek