- εὔ-στικτος
εὔ-στικτος, schön gefleckt, Opp. Cyn. 1, 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-στικτος, schön gefleckt, Opp. Cyn. 1, 336.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στικτός — pricked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… … Dictionary of Greek
στικτός — ή, ό 1. γεμάτος στίγματα. 2. «στικτή γραμμή», γραμμή που σημειώνεται με τελείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… … Dictionary of Greek
στικτά — στικτός pricked neut nom/voc/acc pl στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc/acc dual στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτόν — στικτός pricked masc acc sg στικτός pricked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικταῖς — στικτός pricked fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικταί — στικτός pricked fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτοῖο — στικτός pricked masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτοῖς — στικτός pricked masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στικτοῖσι — στικτός pricked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)