- εὔ-στιπτος
εὔ-στιπτος, = εὐστιβής, φᾶρος, gut gewalkt, Ap. Rh. 2, 30, Schol. εὐπίλητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-στιπτος, = εὐστιβής, φᾶρος, gut gewalkt, Ap. Rh. 2, 30, Schol. εὐπίλητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιπτός — trodden down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… … Dictionary of Greek
στιπτόν — στιπτός trodden down masc acc sg στιπτός trodden down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτοί — στιπτός trodden down masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτούς — στιπτός trodden down masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτῆς — στιπτός trodden down fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτή — στιπτός trodden down fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστιπτος — ἄστιπτος ον (Α) ο απάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιπτός < στείβω «πατώ»] … Dictionary of Greek
εΰστιπτος — ἐΰστιπτος, ον (Α) υφασμένος πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιπτός (< στείβω, «πατώ με πόδι»), που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. στείβ ω] … Dictionary of Greek
πολύστιπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)] … Dictionary of Greek
στειπτός — ή, όν, Α βλ. στιπτός … Dictionary of Greek