- εὔ-πηκτος
εὔ-πηκτος, gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, ϑάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-πηκτος, gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, ϑάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηκτός — stuck in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek
πηκτόν — πηκτός stuck in masc acc sg πηκτός stuck in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτοῖς — πηκτός stuck in masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτοῖσι — πηκτός stuck in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτοῦ — πηκτός stuck in masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτῷ — πηκτός stuck in masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… … Dictionary of Greek
νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… … Dictionary of Greek
σφυρόπηκτος — ον, Μ (για τον θεό) ενιαίος, αχώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πηκτος (< πηκτός < πήγνυμι), πρβλ. δουρί πηκτος] … Dictionary of Greek
πακτά — πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πᾱκτά , πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)