εὔ-πνοος

εὔ-πνοος

εὔ-πνοος, zsgzgn εὔπνους, ep. ἐΰπνοος (über εἴπνοες s. Lob. paralip. 1741, 1) gut, leicht athmend, μυκτῆρες εὐπνοώτεροι Xen. re equ. 1, 10. – 2) gut, leicht ausdünstend, Hippocr.; Arist. Probl. 2, 6 u. öfter; dah. λείρια, νάρκισσος, wohlduftend, Mosch. 2, 32. 65; ῥόδον Ep. ad. 711 (App. 287). – 3) gut zum Einathmen, ἀήρ Theophr.; Plut. Alez. 17 u. a. Sp. – 41 χωρίον, gut durchweht, lustig, Arist.; τὸ εὔπνουν τοῠ τόπ ου Plat. Phaedr. 230 c; νεφέλαι εὔπνοοι αὔραις Orph. H. 21, 6; gut wehend, πνοιαί h. 37, 27; δένδρα, dem Eindringen der Luft ausgesetzt, Theophr.; κάλαμοι, gut, leicht zu blasen, Lengin. 2, 35. Bei Hippocr. auch λουτρόν, die Ausdünstung befördernd. Compar. εὐπνοώτερος, Xen. a. a. O., gew. εὐπνούστερος, Arist. part. an. 3, 12 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνόος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοός — ὁ, Α η πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πνοή κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • πνόω — πνόος masc nom/voc/acc dual πνόος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόπνους — μεγαλόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πνοος (< πνοή), πρβλ. ευθύ πνοος] …   Dictionary of Greek

  • μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] …   Dictionary of Greek

  • αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) …   Dictionary of Greek

  • ανακαμψίπνοος — ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α) είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + πνοος < πνέω] …   Dictionary of Greek

  • βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βραδύπνους — ουν (Α βραδύπνοος, ον) αυτός που πάσχει από βραδύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βραχύπνοος — και βραχύπνους, ο (Α) αυτός που παρουσιάζει βραχύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, βραδύπνοος κ.ά.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”