- εὔ-πατρις
εὔ-πατρις, ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; Νηρηΐς Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-πατρις, ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; Νηρηΐς Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. — πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. См. Отчизна там, где любят нас … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πατρίς — of one s fathers fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίς — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Hμαθίας. Βρίσκεται στα βόρεια της Βέροιας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). II Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. Aξιολογότερη ήταν η καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1891 στο Βουκουρέστι από… … Dictionary of Greek
Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… … Dictionary of Greek
Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… … Dictionary of Greek
πατρίδα — πατρίς of one s fathers fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίδας — πατρίς of one s fathers fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίδες — πατρίς of one s fathers fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίδι — πατρίς of one s fathers fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίδος — πατρίς of one s fathers fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίδων — πατρίς of one s fathers fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)