- εὔ-πτορθος
εὔ-πτορθος, schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-πτορθος, schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτόρθος — young branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek
πτόρθοι — πτόρθος young branch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοιο — πτόρθος young branch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοις — πτόρθος young branch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοισι — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοισιν — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθον — πτόρθος young branch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθου — πτόρθος young branch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθους — πτόρθος young branch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθων — πτόρθος young branch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)