- εὑρήτωρ
εὑρήτωρ, ὁ, = εὑρετής, f. L. Anth. (IX, 505), jetzt εἰδήμονα τέχνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρήτωρ, ὁ, = εὑρετής, f. L. Anth. (IX, 505), jetzt εἰδήμονα τέχνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek