πυρι-μάρμαρος

πυρι-μάρμαρος

πυρι-μάρμαρος, feuerglänzend, ἀστήρ, Maneth. 4, 93.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυριμάρμαρος — ον, Α αυτός που σπινθηροβολεί όπως η φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μάρμαρος (< μαρμαίρω «λάμπω»), πρβλ. περι μάρμαρος] …   Dictionary of Greek

  • πυριμάργαρος — ον, Μ αυτός που ακτινοβολεί σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πῦρ) + μάρμαρος (< μαρμαίρω «λάμπω») κατ επίδραση τών τ. μαργαρίτης, μάργαρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”